Οι κουρελούδες της Αλισάβας : μυθιστόρημα /

Δεκαετία του '70, σ' ένα χωριό στην Ξάνθη. Η Αλισάβα ζούσε μόνη της όλα αυτά τα χρόνια· δεν είχε φίλους, δεν είχε συγγενείς. Τους έχασε όλους μες στους καπνούς του πολέμου. Από μικρό κορίτσι, διάλεγε τα ρουχαλάκια τους, τα λουρίδιαζε για τις κουρελούδες της και αναθυμόταν τους δικούς της σ...

Πλήρης περιγραφή

Αποθηκεύτηκε σε:
Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Μητούσης, Νίκος, 1963- (Συγγραφέας)
Μορφή: Βιβλίο
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: Αθήνα : Χάρτινη Πόλη, 2017
Θέματα:
LEADER 04672namaa2200265 4500
001 main_63689
003 GR-kkKDBK
005 20191130063350.0
006 a|||||r|||||||||||
008 190118s2017uuuugr# |||gr|||| 000|1 gre d
020 |a 978-618-5225-99-5 
040 |a GR-kkKDBK  |b gre  |d GR-kkKDBK  |e AACR2 
084 |a Μ 
100 1 |4 aut  |a Μητούσης, Νίκος,  |d 1963-  |9 23628 
245 1 3 |a Οι κουρελούδες της Αλισάβας :  |b μυθιστόρημα /  |c Νίκος Μητούσης 
260 |a Αθήνα :  |b Χάρτινη Πόλη,  |c 2017 
300 |a 656 σ. ;  |c 21 εκ. 
500 |a Περιέχει γλωσσάρι 
520 |a Δεκαετία του '70, σ' ένα χωριό στην Ξάνθη. Η Αλισάβα ζούσε μόνη της όλα αυτά τα χρόνια· δεν είχε φίλους, δεν είχε συγγενείς. Τους έχασε όλους μες στους καπνούς του πολέμου. Από μικρό κορίτσι, διάλεγε τα ρουχαλάκια τους, τα λουρίδιαζε για τις κουρελούδες της και αναθυμόταν τους δικούς της στην αντίπερα όχθη. Κουβέντιαζε μαζί τους, τους κερνούσε, έκλαιγε που δεν μπορούσε να τους αγγίξει, θύμωνε και μέρευε, αλλά τους αποθαμένους δεν τους αποχωριζόταν. Εκείνο το καλοκαίρι του 1912 στη Ραιδεστό ήρθε ο σεισμός σαν δράκος του παραμυθιού να καταπιεί τη μικρή Αλισάβα και τα αδέλφια της, να σύρει τα φορτωμένα κάρα σε νέους τόπους και να παίξει με τα κουβάρια της ζωής τους. Πολλά χρόνια μετά, εκεί στο χιονισμένο δρομάκι, φάνηκε μια παράξενη σκιά κουκουλωμένη με την μπέρτα της, σαν λάμια, ήταν τρομακτική φιγούρα για τα παιδιά, αινιγματική για τους μεγάλους. Ήταν Χριστούγεννα κι έκανε κρύο. Η Αλισάβα έπιασε το μικρό αγόρι από το χέρι και το οδήγησε στο σπίτι της. Εκείνο, σαστισμένο, κάθισε κοντά στη σόμπα, παρατηρώντας τους καναπέδες με τα υφαντά και τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες στον τοίχο. Τον κέρασε κουραμπιέ και της είπε τα κάλαντα. Από κείνη τη μέρα τα δακρυσμένα μάτια της θα μολογούσαν χιλιάδες θύμησες στον Νικηφόρο. Όλα όσα φύλαγε εξήντα τόσα χρόνια... σπαρτά και αλώνια, θάλασσες και γλάρους, μαύρα σύννεφα και κανόνια, πολύχρωμα κουρελάκια, μια ζωή ολάκερη στον αργαλειό, να περνάει τη σαΐτα, να κυλούν τόπια τα υφαντά. Το ταξίδι ατέλειωτο, δελεαστικό, μήνες θαρρείς κρατούσαν οι διηγήσεις, μήνες κι εποχές ολόκληρες, άπλωνε το χέρι ο Νικηφόρος και πίστευε ότι θα τις αγγίξει· έτσι όπως άγγιζε τα ρόδια στη μικρή αυλή ώσπου να γίνουν ζάχαρη, ν' αγαπηθούν πολύ όσοι τα γευτούν κι η γλύκα να γεμίσει παρηγόρια τον κάθε πικραμένο στον απάνω κόσμο... Κι όταν το αγόρι έγινε άνδρας και η παράξενη σκιά ετοιμαζόταν να ταξιδέψει, πάλι μια κουρελού ολοκαίνουρια, απάτητη, με χρώματα ζωντανά, θα τους έδενε για πάντα... "Από δικά σου ρούχα φτιαγμένη, ξέρεις εσύ..." 
650 7 |a Ελληνικό μυθιστόρημα  |9 66640 
700 1 |a Μητούσης, Νίκος,  |d 1963-  |t Οι κουρελούδες της Αλισάβας : μυθιστόρημα  |9 133118 
710 2 |4 pbl  |a Χάρτινη Πόλη  |9 26771 
942 |c BK 
999 |c 68936  |d 68936 
952 |0 0  |1 0  |2 ddc  |4 0  |6 Μ_ΜΗΤ  |7 0  |9 86352  |a KDBK  |b KDBK  |c LCG  |d 2019-01-18  |e Δωρεά  |i 138962017  |l 8  |m 3  |o Μ ΜΗΤ  |p 138962017  |r 2020-10-27  |s 2020-10-27  |w 2019-04-29  |y BK