Μπαλάσιος, 1. α. Ειρμολόγιον. [χ.τ.]: [χ.ό.].
استشهاد بنمط شيكاغوΜπαλάσιος, 17ος αι. Ειρμολόγιον. [χ.τ.]: [χ.ό.].
MLA استشهادΜπαλάσιος, 17ος αι. Ειρμολόγιον. [χ.τ.]: [χ.ό.].
تحذير: قد لا تكون هذه الاستشهادات دائما دقيقة بنسبة 100%.
Μπαλάσιος, 1. α. Ειρμολόγιον. [χ.τ.]: [χ.ό.].
استشهاد بنمط شيكاغوΜπαλάσιος, 17ος αι. Ειρμολόγιον. [χ.τ.]: [χ.ό.].
MLA استشهادΜπαλάσιος, 17ος αι. Ειρμολόγιον. [χ.τ.]: [χ.ό.].