Καμινάρης
Καμινάρης ήταν το όνομα του υπεύθυνου για τη συλλογή φόρων με το διοικητικό σύστημα της Μολδοβλαχίας στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Τον 17ο αιώνα δημιουργήθηκε η διεύθυνση ''του μέγα καμινάρη''. Ένα μεγάλο μέρος αυτών των εσόδων δινόταν στον ίδιο, ο οποίος εμφανιζόταν στη βασιλική συνθήκη με το όνομα ''căminărit''. Η έδρα του ονομαζόταν ''caminărit'' στη Μουντενία και ''camănă'' στη Μολδαβία.Η ελληνική λέξη "καμινάρης" προέρχεται από την ρουμανική căminar που με την σειρά της προέρχεται από τα παλαιά Σλαβικά (kamenĩ = πέτρα, λίθος). Ως εκ τούτου δεν έχει σχέση με την ελληνική λέξη "κάμινος/καμίνι" και τα παράγωγα της.
Αρχικά, τον Μεσαίωνα, ο καμινάρης ήταν επιφορτισμένος με τη συλλογή φόρων, αρχικά μόνο για την πώληση κεριού στη Μολδαβία και μετά στη Βλαχία.
Την εποχή του Δημητρίου Καντερίρ, ο μέγας καμινάρης συγκαταλεγόταν στους μεγάλους βογιάρους, και το 1763, ο μέγας καμινάρης ήταν μέρος της διοικητικής δομής (από τον λογοθέτη στον μεγάλο καμινάρη), ήταν ο δωδέκατος βογιάρος του Ντιβάνιου ως ιεραρχία.
Ο Gheorghe Eminovici, ο πατέρας του Μιχαήλ Εμινέσκου, ήταν καμινάρης.
Ο Κωνσταντίνος Δαπόντες, ήταν καμινάρης. Παρέχεται από τη Wikipedia
1
2
3
“...Καμινάρης...”
Βιβλίο
4